Με στόχο την πλήρη χαρτογράφηση του φαινομένου της ξενοφοβίας και του ρατσισμού εντός των δημόσιων μεταφορών, τον εντοπισμό των συνθηκών και παραγόντων που καλλιεργούν ή ενισχύουν ξενοφοβικά και ρατσιστικά αισθήματα και συμπεριφορές και το σχεδιασμό δράσεων για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου, κατά πρώτο στάδιο του Έργου διενεργήθηκαν πέντε ερευνητικές δράσεις που έλαβαν χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 2019. Οι δράσεις περιελάμβαναν:

Ανασκόπηση των εκθέσεων και αναφορών σχετικά με το φαινόμενο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού στην Ελλάδα με σκοπό αφενός τη μελέτη του φαινομένου και αφετέρου τον εντοπισμό των φορέων που ασχολούνται με την καταγραφή και αντιμετώπιση των ρατσιστικών περιστατικών.

Συνεντεύξεις εις βάθος με μετανάστες και πρόσφυγες θύματα ξενοφοβικών και ρατσιστικών επιθέσεων εντός των Μ.Μ.Μ. με στόχο τη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες το φαινόμενο εκδηλώνεται πιο συχνά αλλά και τις επιδράσεις επί των θυμάτων-αποδεκτών της ξενοφοβικής και ρατσιστικής συμπεριφοράς.

Σύντομες συνεντεύξεις με μέλη του επιβατικού κοινού με στόχο τη διερεύνηση των αντιλήψεων και των αντιδράσεών τους όταν γίνονται μάρτυρες ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών.

Ομάδες εστιασμένης συζήτησης με οδηγούς και στελέχη του ΟΑΣΑ με στόχο τη διερεύνηση των στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι οδηγοί για την αντιμετώπιση ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών αλλά και τον εντοπισμό πιθανών αναγκών κατάρτισης για τη βελτίωση της ανταπόκρισης σε τέτοια περιστατικά.

Ομάδα εστιασμένης συζήτησης με μέλη φορέων που ασχολούνται με ζητήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού για την ανταλλαγή πληροφοριών και πρακτικών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά και για την ανάπτυξη συνεργασίας ανάμεσα στους φορείς.

Τα κυριότερα ερευνητικά αποτελέσματα είναι τα εξής:

  • Η κύρια πηγή πληροφοριών για τη ξενοφοβία και το ρατσισμό γενικά, αλλά και μέσα στις δημόσιες συγκοινωνίες είναι το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας (http://rvrn.org/) στο οποίο συμμετέχουν 46 ΜΚΟ που παρέχουν δεδομένα σχετικά με βίαια και ρατσιστικά περιστατικά που αφορούν μετανάστες και πρόσφυγες, ώστε να συμπεριληφθούν στα αρχεία και στις ετήσιες εκθέσεις.
  • Τα συχνότερα θύματα ξενοφοβικής και ρατσιστικής συμπεριφοράς εντός των Μ.Μ.Μ. είναι γυναίκες μετανάστριες και πρόσφυγες με μουσουλμανικό υπόβαθρο, που μεταφέρουν παιδιά σε καροτσάκι.
  • Συχνότεροι δράστες φαίνεται να είναι ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες, με τις ηλικιωμένες γυναίκες να αναγνωρίζονται ως τα άτομα που επιτίθενται πιο συχνά σε μετανάστριες και πρόσφυγες.
  • Οι δύσκολες συνθήκες, ιδίως κατά τις ώρες αιχμής, και τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούνται από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της χώρας αναφέρθηκαν ως κύριοι παράγοντες που δημιουργούν ένταση και οδηγούν σε επιθετική συμπεριφορά στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
  • Η ξενοφοβική και ρατσιστική συμπεριφορά, σύμφωνα με τα ευρήματα, εκφράζεται συνήθως με λεκτική βία και σπάνια με σωματική βία.
  • Από την πλευρά τους, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, συνήθως, δεν ανταποκρίνονται σε τέτοιες συμπεριφορές για διάφορους λόγους, όπως:
    • Έλλειψη κατανόησης της ελληνικής γλώσσας, αν έφθασαν πρόσφατα στη χώρα, και, ως εκ τούτου, του περιεχομένου της σύγκρουσης, αν και κατανοούν την αρνητική φύση της.
    • Φόβος για πιθανές αρνητικές συνέπειες σε νομικές διαδικασίες, π.χ. στην απόκτηση άδειας παραμονής.
  • Η γνώση της ελληνικής γλώσσας από μετανάστες και πρόσφυγες, φαίνεται να είναι ένας σημαντικός παράγοντας που αποθαρρύνει την ξενοφοβική συμπεριφορά. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες με μακροχρόνια παραμονή στη χώρα που γνωρίζουν τη γλώσσα, απαντούν μερικές φορές σε ξενοφοβικές και ρατσιστικές συμπεριφορές και, όπως υποδηλώνουν τα δεδομένα της έρευνας, αυτό συμβάλλει στη μείωση της έντασης. Αυτό υποδεικνύει είτε ότι οι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς να ενεργούν επιθετικά όταν ο παραλήπτης δεν μπορεί να καταλάβει και να ανταποκριθεί, ή ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θεωρούνται “λιγότερο” ξένοι όταν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα.
  • Κανείς από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που συμμετείχαν στις ερευνητικές δραστηριότητες δεν έχει καταθέσει αγωγή σε δράστη και αυτό υποστηρίζεται επίσης από εκπροσώπους ανθρωπιστικών ΜΚΟ που παρακολουθούν και καταγράφουν ξενοφοβικά και ρατσιστικά περιστατικά. Ο φόβος των αρνητικών συνεπειών μιας αγωγής και η έλλειψη υλικών πόρων αποθαρρύνουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
  • Οι παρευρισκόμενοι, μάρτυρες επιθετικών ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών, αποφεύγουν να εμπλακούν και μόνο σπάνια παρεμβαίνουν, συνήθως κλιμακώνοντας την ένταση. Πιο συχνά, οι παρευρισκόμενοι παρεμβαίνουν για να υποστηρίξουν τον δράστη, προκαλώντας μεγαλύτερη ένταση και κλιμάκωση της κατάστασης.
  • Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από τους οδηγούς του ΟΑΣΑ έδειξαν ότι τα μέλη αυτής της ομάδας επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της δουλειάς τους. Οι δυσκολίες άπτονται κυρίως ζητημάτων που αφορούν τις συνθήκες εργασίας τους, πχ. κίνηση και παραβιάσεις του Κ.Ο.Κ, αύξηση του επιβατικού κοινού, βίαια περιστατικά εντός των οχημάτων κλπ.
  • Οι λεκτικές επιθέσεις των επιβατών κατά των οδηγών ή των άλλων επιβατών δεν θεωρούνται σημαντικές από τους οδηγούς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις καθημερινά και προσπαθούν να συνεχίσουν το δρομολόγιό τους, μεταφέροντας τους επιβάτες έγκαιρα στον προορισμό τους, με ασφάλεια. Σημαντικά περιστατικά θεωρούνται αυτά που οδηγούν σε καθυστερήσεις ή απαιτούν την παρέμβαση της Αστυνομίας. Η Αστυνομία καλείται σε περιπτώσεις ακραίας σωματικής βίας.
  • Στις περιπτώσεις παρέμβασης των οδηγών για την επίλυση συγκρούσεων, και ειδικά βίαιων συγκρούσεων, η έλλειψη γνώσεων σχετικά με συγκεκριμένες τεχνικές διαχείρισης κρίσεων θέτει σε κίνδυνο τους ίδιους τους οδηγούς. Επομένως, η κατάρτιση σχετικά με τη διαχείριση συγκρούσεων και κρίσεων θεωρείται επιτακτική τόσο για τον οδηγό όσο και για τους επιβάτες.
  • Τέλος, τα πορίσματα της έρευνας δείχνουν την έλλειψη κατανόησης και αναγνώρισης των ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών, αλλά και της σημασίας τους για τα εμπλεκόμενα μέρη από τους οδηγούς, με αποτέλεσμα την απουσία δράσης για την πρόληψη ή επίλυσή τους.

Συμπερασματικά, αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του οδηγού και του ρόλου του στην επίλυση των ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών από τους συμμετέχοντες σε όλες τις ερευνητικές δράσεις, ανεξάρτητα από την ομάδα στην οποία ανήκουν και τη στάση που διατηρούν απέναντι στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Το κοινό αυτό πόρισμα υποδεικνύει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ρόλου του οδηγού ως καθοδηγητή για την αλλαγή των συμπεριφορικών μοντέλων που καλλιεργούν την ξενοφοβία και το ρατσισμό εντός των Μ.Μ.Μ.

Το Έργο REVERT προτείνει την ενδυνάμωση και την αύξηση της ανθεκτικότητας των οδηγών για τη διαχείριση ξενοφοβικών και ρατσιστικών περιστατικών μέσω εμπειρικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένου του διαπολιτισμικού διαλόγου, των τεχνικών επίλυσης συγκρούσεων και της διαχείρισης κρίσεων. Επιπλέον, η ευαισθητοποίηση του κοινού στο δημόσιο μεταφορικό μέσο και ευρύτερα μέσω των μέσων ενημέρωσης κρίνεται απαραίτητη για την κινητοποίηση των παρευρισκόμενων προς μία θετική δράση και προστασία των μεταναστών και των προσφύγων και προς την υποστήριξη του έργου των οδηγών. Τέλος, η αξιοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών αναφοράς και η δημιουργία ενός δικτύου συνεργασίας μεταξύ διαφόρων ενδιαφερόμενων φορέων, μεταξύ των οποίων ο ΟΑΣΑ, θεωρείται ως μονόδρομος προς την επίτευξη του στόχου της καταπολέμησης και της πρόληψης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Συνεπώς, με την συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων και τις διάφορες κοινωνικές ομάδες στις ερευνητικές δραστηριότητες, ως μέρη μιας μεγαλύτερης προσπάθειας για την καταπολέμηση και την πρόληψη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, επιτυγχάνεται μια ολιστική προσέγγιση στο φαινόμενο, η οποία και θα αποτελέσει τη βάση του σχεδίου δράσης του έργου REVERT.